- προτιμυθέομαι
- προτιμῡθέομαι, [dialect] Ep. for προσμυθέομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτιμυθέομαι — οῡμαι, Α (δωρ. τ.) βλ. προσμυθοῡμαι … Dictionary of Greek